καρμανιόλα
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
η
1. λαιμητόμος, γκιλοτίνα
2. ανώνυμο επαναστατικό άσμα που έψαλλαν οι Γάλλοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση συνοδευόμενο από περιστροφικό επαναστατικό χορό
3. ενδυμασία που χρησιμοποιούσε ο λαός στη Γαλλία κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmagnole (είδος ενδυμασίας) < ιταλ. τοπωνύμιο Carmagnola].