κατακύρωση

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source

Greek Monolingual

η
1. η πράξη με την οποία επικυρώνεται ή επιβεβαιώνεται κάτι
2. η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος με διοικητική ή δικαστική απόφαση, η οποία αναπληρώνει τη θέληση του ιδιοκτήτη
3. η επίσημη αναγνώριση ότι κάτι ανήκει σε κάποιον
4. (σε δημοπρασία) η κήρυξη ως οριστικής της κατοχής ενός πράγματος, η απόδοση κυριότητας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύρωσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].