κατακύρωση
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
η
1. η πράξη με την οποία επικυρώνεται ή επιβεβαιώνεται κάτι
2. η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος με διοικητική ή δικαστική απόφαση, η οποία αναπληρώνει τη θέληση του ιδιοκτήτη
3. η επίσημη αναγνώριση ότι κάτι ανήκει σε κάποιον
4. (σε δημοπρασία) η κήρυξη ως οριστικής της κατοχής ενός πράγματος, η απόδοση κυριότητας σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύρωσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].