κατάπληξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α κατάπληξις) καταπλήσσω
έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός
αρχ.
1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῡ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.)
2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα
3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη.