στύλωμα
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
-ατος, τό, prop, support, Apollod.Poliorc.145.7.
Greek (Liddell-Scott)
στύλωμα: τό, στήριγμα, ὑποστήριγμα, Ἀπολλ. Πολιορκ. 17Α.
Greek Monolingual
το, ΝΑ στυλῶ, -ώνω
η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση
νεοελλ.
μτφ. ενδυνάμωση.