κατάσχω
From LSJ
ενεργώ κατάσχεση, δημεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά-σχω του ρ. κατ-έχω. Κατ' άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω.