καταλογέας
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ο (Α καταλογεύς) κατάλογος
νεοελλ.
αυτός που καταγράφει σε κατάλογο, καταγραφέας, ο ταξινόμος
αρχ.
ο υπεύθυνος για την καταγραφή τών ονομάτων τών πολιτών σε κατάλογο για τη στρατιωτική τους θητεία ή άλλη δημόσια υπηρεσία.