καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(AM δουλῶ, -όω)
υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω
μσν.- νεοελλ.
(για ακίνητα) υποθηκεύω
νεοελλ.
κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή
μσν.
1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα
2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον
αρχ.
καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω.