καταδρομέας
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης
2. ναυτ. κουρσάρος
3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον -επιδρομή - επιδρομεύς σχηματίστηκε και κατέδραμον - καταδρομή - καταδρομεύς. Ο τ. καταδρομεύς μαρτυρείται από το 1838 στον Γεώργιο Α. Ράλλη. Ως στρατιωτικός όρος η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του αγγλ. commando.].