καταδρομέας

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης
2. ναυτ. κουρσάρος
3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον -επιδρομή - επιδρομεύς σχηματίστηκε και κατέδραμον - καταδρομή - καταδρομεύς. Ο τ. καταδρομεύς μαρτυρείται από το 1838 στον Γεώργιο Α. Ράλλη. Ως στρατιωτικός όρος η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του αγγλ. commando.].