βαθύπεδο

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

το
1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή και χαμηλότερα απ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πέδον.