θωρηκοφόρος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, Ion. for θωρακοφόρος.
German (Pape)
[Seite 1230] ion. = θωρακοφόρος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θωρακοφόρος.
Greek Monolingual
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. του θωρακοφόρος.