αναδίπλωση

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek Monolingual

η (A ἀναδίπλωσις) ἀναδιπλῶ
1. δίπλωση, σύμπτυξη
2. τακτική αποχώρηση στρατιωτικού τμήματος
αρχ.
(στη Γραμμ.) ο αναδιπλασιασμός.