ανατριχιαστικός

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ανατριχίλα
2. αυτός που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατριχιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον λογοτέχνη Νικόλαο Επισκοπόπουλο].