κητοφόντης

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόντης: -ου, ὁ, = κητοφόνος, Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

κητοφόντης, ὁ (Μ)
κητοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει-φόντης, Αργεϊ-φόντης)].