κλίβανον

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

κλίβανον και κρίβανον, τὸ (Α)
1. κλίβανος
2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλίβανος / κρίβανος (), με αλλαγή γένους].