διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
κλίβανον και κρίβανον, τὸ (Α)
1. κλίβανος
2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους].