κλείσιμο
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
το κλείνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο της πόρτας»)
2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή»)
3. διακοπή λειτουργίας ή επικοινωνίας (α. «το κλείσιμο τών καταστημάτων» β. «το κλείσιμο τών συνόρων»)
3. φρ. α) «κλείσιμο λογαριασμού» — εκκαθάριση του πιστωτικού ή χρεωστικού υπολοίπου λογαριασμού
β) «κλείσιμο βιβλίων» — η κατά ορισμένες περιόδους εκκαθάριση λογαριασμών και η συνόψιση τών υπολοίπων για σύνταξη ισολογισμού
γ) «κλείσιμο συμφωνίας» — οριστική σύναψη συμφωνίας
δ) «κλείσιμο πληγής» — επούλωση πληγής.