κατίλλω

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

   A = κατειλέω, φωναὶ κακούμεναι καὶ κατίλλουσαι (v.l. κατειλοῦσαι) dub. sens. in Hp.Epid.3.5 (cf. Gal.17(1).678, Erot.); = κατείργω, Phot. s.v. κατουλάδα.

German (Pape)

[Seite 1402] = κατείλλω, w. m. s.

Greek Monolingual

κατίλλω (Α)
κατειλώ, εμποδίζω, περιορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἴλλω «εμποδίζω, προστατεύω»].