κλαδεία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: κλᾰδεία | Medium diacritics: κλαδεία | Low diacritics: κλαδεία | Capitals: ΚΛΑΔΕΙΑ |
Transliteration A: kladeía | Transliteration B: kladeia | Transliteration C: kladeia | Beta Code: kladei/a |
ἡ,
A pruning, of the vine, Gp.3.14.
κλᾰδεία: ἡ, καὶ κλάδευσις, εως, ἡ, τὸ κλάδευμα τῆς ἀμπέλου, Γεωπ. 3. 14, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ἐν ᾌσμ. ᾈσμ. Β΄, 12· ― κλαδεύματα, τά, φύλλα ἀπεσπασμένα, Γλωσσ.
κλαδεία, ἡ (Μ) κλαδεύω
η κλάδευση.