κεφαλοπάνι
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
το
κεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο-πάνι, τυφλο-πάνι].