κεβλή
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.318), ἡ, Maced. form of κεφαλή, Call.Fr.140, cf. EM498.41: κεβαλή, ib.195.39, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
poét. c. κεφαλή.
Greek Monolingual
κεβλή και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α)
κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του κεβαλή που είναι της αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή του δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό της αρχ. μακεδόνικης διαλέκτου].