κεβλή
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
(on the accent, v. Hdn.Gr.1.318), ἡ, Maced. form of κεφαλή, Call.Fr.140, cf. EM498.41: κεβαλή, ib.195.39, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
poét. c. κεφαλή.
Greek Monolingual
κεβλή και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α)
κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του κεβαλή που είναι της αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή του δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό της αρχ. μακεδόνικης διαλέκτου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: head (Call. Fr. 140, EM)
Other forms: Call. Fr. 140, EM); also κεβαλή (H., EM), Macedon. for κεφαλή.
Compounds: As 1. member in κεβλή-γονος born from the head, adjunct of Ἀτρυτώνη (Euph. 108) and of the moon (Nic. Al. 433).
Derivatives: κεβλήνη ἡ ὀρίγανος H., from the three buds close to each other of the Origanums (Grošelj Razprave 2, 42); κέβλος κυνοκέφαλος (kind of ape), κῆπος H.
Origin: IE [Indo-European] (Maced.) [423] *gʰebʰ-el-head
Etymology: On κεβ(α)λή s. Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 14ff., espec. Kretschmer Glotta 21, 162 and 22, 100ff., also Krahe IF 60, 297, who assumes Illyrian origin. Here after Mayer Glotta 31, 114ff. and 32, 72 also the Illyrian GN Cibalae (??). Also Chantr., BSL 61 (1966) 158 a.153. S. on κεφαλή.
Frisk Etymology German
κεβλή: (Kall. Fr. 140, EM),
{keblḗ}
Forms: auch κεβαλή (H., EM), makedon. für κεφαλή.
Meaning: kopfgeboren, Ben. der Ἀτρυτώνη (Euph. 108) und des Mohns (Nik. Al. 433).
Composita: Als Vorderglied in κεβλήγονος
Derivative: Davon κεβλήνη· ἡ ὀρίγανος H., wegen der drei dicht beisammenstehenden Blütenköpfchen des Origanums (Grošelj Razprave 2, 42); κέβλος· κυνοκέφαλος (Art Affe), κῆπος H.
Etymology: Zum vielerörterten κεβ(α)λή s. Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 14ff. mit Lit., insbes. Kretschmer Glotta 21, 162 und 22, 100ff., außerdem Krahe IF 60, 297, der für illyrische Herkunft eintritt. Hierher nach Mayer Glotta 31, 114ff. und 32, 72 auch der illyrische ON Cibalae.
Page 1,806