δράνα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

και ντράνα, η
1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή
2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ' απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς (-άδος)].