κορωνεκάβη

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνεκάβη Medium diacritics: κορωνεκάβη Low diacritics: κορωνεκάβη Capitals: ΚΟΡΩΝΕΚΑΒΗ
Transliteration A: korōnekábē Transliteration B: korōnekabē Transliteration C: koronekavi Beta Code: korwneka/bh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A a Hecuba, as old as a crow, AP11.67 (Myrin.).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνεκάβη: ᾰ, ἡ, Ἑκάβη, γραῖα ὡς κορώνη, Ἀνθ. Π. 11. 67. Πρβλ. τετρακόρωνος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme aussi vieille qu’Hécube et qu’une corneille.
Étymologie: κορώνη¹, Ἑκάβη.

Greek Monolingual

κορωνεκάβη, ἡ (Α)
πάρα πολύ γριά σαν κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + κύριο όν. Ἑκάβη (ηλικιωμένη ηρωίδα της μυθολογίας)].