κουλλούρα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek Monolingual

και κουλούρα, η (Μ κουλλούρα)
ψωμί με στρογγυλό σχήμα και, συνήθως, με τρύπα στη μέση
νεοελλ.
1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει στρογγυλό, κυκλικό σχήμα
2. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) μηδενικό
3. (ειρωνικά) το στεφάνι του γάμου («τήν έβαλε την κουλούρα κι αυτός, ενώ έλεγε ότι δεν θα παντρευτεί»)
4. (στην αλιευτική) εργαλείο με μορφή και σχήμα μεγάλου κρίκου, που χρησιμοποιείται για την απόσπαση από τον βυθό της θάλασσας διχτιών ή παραγαδιών που έχουν μπερδευτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούρα, με κώφωση του -ο- σε -ου-].