κοινοτοπία
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
η
λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε του τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με σύνθετα του τύπος, ιδίως με το πρωτοτυπία, και δεν είναι ορθή. Η λ. κοινοτοπία μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].