πεζολογία

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζολογία Medium diacritics: πεζολογία Low diacritics: πεζολογία Capitals: ΠΕΖΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: pezología Transliteration B: pezologia Transliteration C: pezologia Beta Code: pezologi/a

English (LSJ)

ἡ, prose-writing, Phld.Rh.1.197 S.(pl.), Eust. 1888.1.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, das Sprechen oder Schreiben in Prosa, Eust.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πεζολόγος
γραφή ή ομιλία σε πεζό λόγο
νεοελλ.
λόγος στερούμενος ποιητικότητας, καλαισθησίας, πρωτοτυπίας.