ενίοτε

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

Greek Monolingual

ἐνίοτε) ένιοι
επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)].