κουραστικός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-ή, -ό κουράζω
1. αυτός που προκαλεί κούραση, κοπιαστικός («κουραστική δουλειά»)
2. φορτικός, ενοχλητικός («είναι πολύ κουραστική η συζήτηση μαζί του»).
επίρρ...
κουραστικά
με πολλή κούραση.