κλαρίνο

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. λαϊκή ονομασία του κλαρινέτου
2. η επάνω έκταση της μπαρόκ τρομπέτας, από την 8η ώς την 20ή ή και υψηλότερη αρμονική
3. φρ. (συν. με σκωπτική διάθεση) «στέκεται κλαρίνο» — στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarino].