το
1. λαϊκή ονομασία του κλαρινέτου
2. η επάνω έκταση της μπαρόκ τρομπέτας, από την 8η ώς την 20ή ή και υψηλότερη αρμονική
3. φρ. (συν. με σκωπτική διάθεση) «στέκεται κλαρίνο» — στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarino].