κριόμορφος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑόμορφος Medium diacritics: κριόμορφος Low diacritics: κριόμορφος Capitals: ΚΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kriómorphos Transliteration B: kriomorphos Transliteration C: kriomorfos Beta Code: krio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A ramformed, Sch.rec.A.R.1.256.

German (Pape)

[Seite 1510] wie ein Widder gestaltet, ναῦς, Schol. Paris. An. Rh. 1, 256.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα κριοῦ, Σχόλ. νεώτ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 256.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. λεοντό-μορφος, ταυρό-μορφος].