κόπρανα
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
τά,
A excrements, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.5.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρᾰνα: τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5.
Greek Monolingual
τα (ΑM κόπρανα)
τα στερεά άχρηστα προϊόντα της πέψης που αποβάλλονται διά μέσου του πρωκτού, τα περιττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, κόπ-αν-ον)].