ζῳογενής

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογενής Medium diacritics: ζῳογενής Low diacritics: ζωογενής Capitals: ΖΩΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: zōiogenḗs Transliteration B: zōogenēs Transliteration C: zoogenis Beta Code: zw|ogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt.309c.

German (Pape)

[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.

Greek Monolingual

-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].