κοπρογράφος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
κοπρογράφος, ὁ (Μ)
αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω χρεών καλεῑν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γράφος (< γράφω)].