ενναίω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῑ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).