μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰαχῶ, -έω (Α)1. κραυγάζω, φωνάζω («ἰαχήσατε δ' οὐρανῷ», Ευρ.)2. θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω για κάτι3. αντηχώ, ακούγομαι δυνατά («ὀλολύγματα ἰαχεῑ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάχω].