ιάχω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
ἰάχω (Α)
1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῖοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ.
β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ.
γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ' ἴαχον», Ομ. Ιλ.)
2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.)
3. ηχώ, αντηχώ, αντιλαλώ (α. «περί δ' ἴαχε πέτρη», Ομ. Οδ.
β. «ἰάχεσκε σάκος», Ησίοδ.)
4. ψάλλω ύμνους προς κάποιον, εξυμνώ («ἴαχον Ἀπόλλῳ», Αριστοφ.)
5. φρ. «ἰάχω ἀοιδήν» ή «ἰάχω μέλος» — άδω, τραγουδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fι-Fάχ-ω, με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό. Ο αόρ. ίαχε που μαρτυρείται στον Όμηρο ανάγεται, κατά μία άποψη, σε Fαχείν, Fάχε. Μαρτυρείται και υστερογενής ενεστ. ιαχώ (μέλλ. ιαχήσω) κατά το ηχώ].