ιάχω

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

ἰάχω (Α)
1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῖοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ.
β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ.
γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ' ἴαχον», Ομ. Ιλ.)
2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.)
3. ηχώ, αντηχώ, αντιλαλώ (α. «περί δ' ἴαχε πέτρη», Ομ. Οδ.
β. «ἰάχεσκε σάκος», Ησίοδ.)
4. ψάλλω ύμνους προς κάποιον, εξυμνώ («ἴαχον Ἀπόλλῳ», Αριστοφ.)
5. φρ. «ἰάχω ἀοιδήν» ή «ἰάχω μέλος» — άδω, τραγουδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -Fάχ-ω, με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό. Ο αόρ. ίαχε που μαρτυρείται στον Όμηρο ανάγεται, κατά μία άποψη, σε Fαχείν, Fάχε. Μαρτυρείται και υστερογενής ενεστ. ιαχώ (μέλλ. ιαχήσω) κατά το ηχώ].