λαγονοψοΐτης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

ο
φρ. ανατ. «λαγονοψοΐτης μυς» — μυς που σχηματίζεται από την ένωση του ψοΐτη με τον λαγόνιο μυ και αποτελεί βασικό μυ της βάδισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, -όνος + ψοΐτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iliopsoas].