λαχνός

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

ο (Μ λαχνός)
κλήρος
νεοελλ.
1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε»)
2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός»)
3. φρ. «ρίχνουμε λαχνό» — αποφασίζουμε με κλήρο για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχμός, με τροπή του συμφων. συμπλέγματος -χμ- σε -χν-].