λαχμός

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχμός Medium diacritics: λαχμός Low diacritics: λαχμός Capitals: ΛΑΧΜΟΣ
Transliteration A: lachmós Transliteration B: lachmos Transliteration C: lachmos Beta Code: laxmo/s

English (LSJ)

(A), ὁ,
A = λάχος, Sch.Theoc.8.30, Eust.1521.48.

(B), ὁ,
A = λακτισμός, Antim.54.

(C), ὁ, v.l. for λάχνος (A) in Od.9.445, cf. Eust.1638.39, Hsch.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, von λαγχάνω, das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für λάχνος. ὁ, von λάζω, λάγδην, = λακτισμός, VLL. aus Antimach. fr. 64.

Greek (Liddell-Scott)

λαχμός: ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ λάχνος ἐν Ὀδ. Ι. 445.

Greek Monolingual

(I)
λαχμός, ὁ (Μ)
μερίδιο, κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔλαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + κατάλ. -μός (πρβλ. θεσμός, χρησμός)].
(II)
λαχμός, ὁ (Α)
λακτισμός, κλότσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (βλ. λαξ)].
(III)
λαχμός, ὁ (Α)
χνούδι, λάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνος (Ι)].