κύστιγξ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύστιγξ Medium diacritics: κύστιγξ Low diacritics: κύστιγξ Capitals: ΚΥΣΤΙΓΞ
Transliteration A: kýstinx Transliteration B: kystinx Transliteration C: kystigks Beta Code: ku/stigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, Dim. of κύστις, Hp. ap. Gal.19.116.

German (Pape)

[Seite 1538] ιγγος, ἡ, kleine Harnblase, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κύστιγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύστις, Ἱππ. ἐν Λεξ. Γαλην. σ. 512.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
petite vessie.
Étymologie: κύστις.

Greek Monolingual

κύστιγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
υποκορ. του κύστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγ-ος, κατά το φύσιγξ].