λεμβόζευκτος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους
2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός του οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε πρακτικά στρατοδικείου στην εφημερίδα Ακρόπολις].