Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβόζευκτος

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους
2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός του οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε πρακτικά στρατοδικείου στην εφημερίδα Ακρόπολις].