μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: κωποξύστης | Medium diacritics: κωποξύστης | Low diacritics: κωποξύστης | Capitals: ΚΩΠΟΞΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: kōpoxýstēs | Transliteration B: kōpoxystēs | Transliteration C: kopoksystis | Beta Code: kwpocu/sths |
ου, ὁ, (κώπη, ξύω)
A oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Gloss.
κωποξύστης, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.