λειανικός

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό λειανός
αυτός που δίνεται ή γίνεται σε μικρές ποσότητες (α. «λειανική πώληση» β. «λειανικό εμπόριο»).
επίρρ...
λειανικώς και -ά
σε μικρές ποσότητες.