αρχηγικός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-ή, -ό (Α ἀρχηγικός, -ή, -όν) αρχηγός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αρχηγό
αρχ.
αυτός που κάνει την αρχή, ο πρωταίτιος.