επάξιος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπάξιος, -ία, -ον)
1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.)
3. επίρρ. επαξίως και επάξια
με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῑσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα», Ηρόδ.)
2. αυτός που αξίζει τον κόπο.