επάξιος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπάξιος, -ία, -ον)
1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ' ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατ' αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.)
3. επίρρ. επαξίως και επάξια
με τρόπο αντάξιο, αντάξια, με τρόπο που αρμόζει
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί («τοῑσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα», Ηρόδ.)
2. αυτός που αξίζει τον κόπο.