επωμίζομαι
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.).