ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
λινόκοκκος, ὁ (Μ)λινόσπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί-κοκκος)].