μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: λοίμιος | Medium diacritics: λοίμιος | Low diacritics: λοίμιος | Capitals: ΛΟΙΜΙΟΣ |
Transliteration A: loímios | Transliteration B: loimios | Transliteration C: loimios | Beta Code: loi/mios |
ον, = foreg., epith. of Apollo at Lindos, Macr.Sat.1.17.15.
λοίμιος: -ον, τῷ προηγ., ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Μακρόβ. 1. 17, 15.
λοίμιος, -ον (Α) λοιμός
επίθετο του Απόλλωνος στη Λίνδο.