μαγιανός

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγιανός Medium diacritics: μαγιανός Low diacritics: μαγιανός Capitals: ΜΑΓΙΑΝΟΣ
Transliteration A: magianós Transliteration B: magianos Transliteration C: magianos Beta Code: magiano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inscribed with charms, ψέλιον BGU1065.8 (pl., i A.D.), POxy. 259.12 (i A.D.).

Greek Monolingual

μαγιανός, -ή, -όν (Α)
(επιγρ.-πάπ.) αυτός που έχει γραμμένα, ζωγραφισμένα επάνω του μάγια, ξόρκια ή μαγικά σημεία («μαγιανὸν ψέλιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγος + κατάλ. -ιανός (< λατ. κατάλ. -ianus, πρβλ. christianus (χριστιανός), πρβλ. και σκορπ-ιανός, ταυρ-ιανός].